Θανατηφόρες ασημαντότητες

Ένας διάσημος ηθοποιός ή μουσουργός ή ζωγράφος ή συγ-γραφέας ενδιαφέρει τα «ΜΜΕ», όχι για το ταλέντο ή τη σοφία του, αλλά μόνο για τις «πικάντικες» λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με την πολιτική: Ενδιαφέρει τα ΜΜΕ, όχι η πραγματικότητα της πολιτικής που αφορά στην ίδια τη ζωή μας, αλλά οι «πικάντικες» λεπτομέρειες των κυβερνητικών και κομματικών παρασκηνίων, που μυθοποιούν ένα, ασήμαντο ποιοτικά, επαγγελματικό συνάφι.

Όμως, αυτή η μετάθεση της πολιτικής στο πικάντικο περιθώριο του κοινωνικού βίου, είναι φανερό ότι μειώνει δραματικά τις δυνατότητες παραγωγής πολιτικής ευφυΐας και τόλμης, ανανέωσης των πολιτικών δυνάμεων, γόνιμου μετασχηματισμού των κομματικών οριοθετήσεων. Κάθε ενδεχόμενο να επιχειρηθούν ανακατατάξεις, ιδεολογικές αναθεωρήσεις, προσωπικές αμοιβαίες προσεγγίσεις, θα δώσει αμέσως το έναυσμα για να παραχθεί, κρετινική αλλά αδίστακτη, ραδιοτηλεοπτική φημολογία, παραπληροφόρηση, διασυρμός προθέσεων και ανθρώπων.

Έτσι, χάρη στα ΜΜΕ και στη φρενίτιδα ανταγωνισμού τους, βαθαίνει και διευρύνεται το νοσηρό χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και στην πολιτική. Εδραιώνεται στις συνειδήσεις η εικόνα (και πεποίθηση) πως οι πολιτικοί συγκροτούν ένα ιδιότυπο και κλειστό τζετ σετ, με συμφωνημένες ομαδοποιήσεις, με τις δικές του απολαύσεις και διακινδυνεύσεις, τους δικούς του «νονούς», τα χειροφιλήματα, τις «εκκαθαρίσεις», τους αφοσιωμένους και τους εξωμότες.

Το ακόμη χειρότερο: Επειδή κάθε ανανεωτική πρωτοβουλία υπόκειται στην τρομοκρατία παραμορφωτικής ερμηνείας της από τα ΜΜΕ, το πολιτικό σκηνικό μεταβάλλεται σε ακίνητο τέλμα. Τίποτα δεν αλλάζει, τα κομματικά σχήματα παγιώνονται, οσοδήποτε φθαρμένα κι αν αποδείχνονται καθημερινά, όσο κι αν αχρηστεύονται από εσωτερικές διχοστασίες.

Σε συνθήκες υγιούς κοινωνικού βίου, το κυβερνών στην Ελλάδα κόμμα, όπως και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα είχαν οπωσδήποτε διαλυθεί: θα είχαν τροφοδοτήσει (με κρισαρισμένο από τις εξελίξεις ανθρώπινο υλικό) τη δημιουργία καινούργιων σχημάτων. Ίσως καινούργιων πολιτικών προτάσεων. Πέρα από τις ψευδείς εντυπώσεις, που καλλιεργούν για λόγους παραπλάνησης των αφελών, τα κόμματα επιβιώνουν μόνο από τη δίψα της εξουσίας. Δεν έχουν ιδεολογία, κοινωνική πρόταση, ρεαλιστικές στοχεύσεις, ούτε στελέχη με την ποιότητα και ωριμότητα που απαιτεί η καρποφόρα άσκηση εξουσίας.

Σαράντα οχτώ ολόκληρα χρόνια, ύστερα από εφτάχρονη εμπειρία μιας καθ’ όλα φαιδρής δικτατορίας συνταγματαρχών, η χώρα έχει τελματώσει ανέλπιδα σε παιδαριώδη πολιτικά ρητορεύματα, δίχως το παραμικρό ίχνος αυτοσεβασμού. Η Ελλάδα είναι πάντοτε (και με ηλίθια καύχηση) «μπαίγνιο» των δανειστών της, με πλασματική (ουσιαστικά ανύπαρκτη) κοινωνική συνοχή, καλπάζοντα αναλφαβητισμό, ιλιγγιώδη πρωτογονισμό «πληροφόρησης», τρομακτικό ποσοστό του πληθυσμού να επιβιώνει σε πάρεργα «του ποδαριού».

Νουνεχής άνθρωπος δεν είναι δυνατό να ελπίσει ότι η αναποτελεσματικότητα της σημερινής κυβέρνησης θα εκλείψει, ως διά μαγείας, στους λίγους μήνες πριν από τις εκλογές. Οτι θα αλλάξει ριζικά η λογική και η δόμηση των κρατικών λειτουργιών, ότι το συλλογικό συμφέρον θα υποκαταστήσει, τίμια και αδιάλλακτα, τις εκλογικές σκοπιμότητες, ότι η αξιοκρατία θα εξαφανίσει την υποταγή υπουργείων στους ευνοούμενους ξένων πρεσβειών.

Το πιθανότερο είναι ότι η ελλαδική κοινωνία έχει φτάσει στα όρια της παρακμιακής αποδυνάμωσης, όρια των δυνατοτήτων «εκσυγχρονισμού» της. Τόσο μπορούσε, δεν μπορεί περισσότερο. Κατόρθωσε, με ρομαντικές ρητορείες, την είσοδό της στην Ε.Ε. Πέτυχε και με λογιστικές αλχημείες, τη συμπερίληψη της «αεριτζίδικης» οικονομίας της στη Νομισματική Ενοποίηση. Κατάκτησε και τα δύο αυτά επιτεύγματα η ελλαδική κοινωνία, δίχως να μεταβάλει, ούτε ελάχιστα, τη νοοτροπία, τους εθισμούς, τα παγιωμένα παθογόνα αντανακλαστικά της. Το καινούργιο κρασί μπήκε σε απελπιστικά φθαρμένους ασκούς.

Η πορεία ενός ιστορικού λαού προς την οριστική του εξαφάνιση είναι αργή, έχει τη βραδύτητα της κόπωσης και την αδράνεια της παραλυτικής ανεμελιάς. Δεν αντέχει η κοινωνία τον μόχθο μιας επανεκκίνησης. Ούτε καν τον μετρητή αντοχής: την ετοιμότητα (δηλαδή τη θέληση) να ξαναζωντανέψει η Παιδεία, να ξαναλειτουργήσει σχολειό, να σχεδιαστεί εξ υπαρχής η λειτουργία – αξιοπρέπεια του ελληνικού Πανεπιστημίου.

Μια νεκρή κοινωνία φωνάζει τη νέκρα της με τη στελέχωση του υπουργείου Παιδείας, την εμμονή στην ολέθρια ταύτιση της Παιδείας με τη χρησιμότητα, τη φροντιστηριοποίηση του σχολειού και την αυτονόμηση των πανεπιστημίων από τη σύνδεσή τους με τις εγχώριες κοινωνικές ανάγκες και στοχεύσεις.

Show Comments