Η φενάκη των εντυπώσεων

Όταν ο λόγος κυριολεκτεί, η έκφραση «κάνω πολιτική – ασκώ πολιτική» σημαίνει: πιστοποιώ κοινά (της συλλογικότητας) προβλήματα και οργανώνω συνεργασίες (ή εντάσσομαι σε υπάρχουσες) για την αντιμετώπισή τους. Αξιολογώ την ικανότητα θεσμικών φορέων να ανταποκριθούν ή όχι στις πιστοποιημένες ανάγκες, εντοπίζω πρόσωπα και πρακτικές, ελέγχω την αξιοσύνη τους, την αποτελεσματικότητά τους.

Σήμερα η έκφραση «ασκώ πολιτική» – «κάνω πολιτική» παραπέμπει σε μάλλον διαφορετικά σημαινόμενα. Η λέξη «πολιτική» είναι πια συνώνυμη της λέξης «εξουσία», που σημαίνει επιβολή μιας άποψης – γνώμης – πρότασης, ανεξάρτητα από τα ποσοστά κοινωνικής αποδοχής της. Ακόμα και ένα κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό εκλογικής έγκρισης των προτάσεων και προγραμμάτων του, μπορεί να εκβιάζει βασανιστικά το κοινωνικό σώμα με διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, βανδαλισμούς – έχει την εξουσία να βασανίζει το σύνολο της κοινωνίας-πατρίδας, που του αρνήθηκε τη μονοκρατορία. Το λέμε και αυτό «πολιτική».

Η ταύτιση της πολιτικής με την εξουσία, όπως κατανοείται σήμερα, προϋποθέτει και άλλη αδιέξοδη σύγχυση: την εκδοχή της ελευθερίας ως δικαιώματος. Δεν έχω τη λαϊκή εντολή να ασκώ την πολιτική, αλλά έχω το «δικαίωμα» να διαφημίζω και να προπαγανδίζω την αποδοκιμασμένη από τον λαό πολιτική μου πρόταση. Ομως, για να λειτουργήσει ως πολιτική πρόταση η δημοκρατία, προϋποτίθεται μια αυτονόητη για όλους προϋπόθεση (conditio sine qua non): Ότι θα σέβεται και η μειοψηφία τις γνώμες-επιλογές της πλειοψηφίας.

Ο σεβασμός από τη μειοψηφία των αποφάσεων της πλειοψηφίας συνιστά το γεγονός (κατόρθωμα) της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι γεγονός και κατόρθωμα αποδέσμευσης του ατόμου από τις απαιτήσεις των ενστίκτων, την καταδυνάστευση της ύπαρξης από τις εγωτικές ενορμήσεις. Ελευθερώνομαι από το εγώ, για να συνυπάρξω στο εμείς, στην αδέσμευτη από αναγκαιότητες σχέση-κοινωνία-συναλληλία.

Αλήθειες αυτές στοιχειώδεις, που μοιάζουν ολοκληρωτικά ξεχασμένες σήμερα. Σήμερα ζούμε στον «πολιτισμό» του «ατομικού δικαιώματος», στην απόλυτη (έμπρακτη και θεσμική) προτεραιότητα του ατόμου. Σκοπός και «νόημα» της συνύπαρξης (συλλογικότητας) είναι η κατασφάλιση των «δικαιωμάτων του ατόμου», όχι η ελευθερία των σχέσεων κοινωνίας, όχι η «πόλις», όχι η πολιτική.

Ζούμε την απώλεια του ουσιωδέστερου ανθρώπινου επιτεύγματος, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε. Πώς καταφέραμε, ανυποψίαστοι, αυτή τη θανατερή απανθρωπία; Χάρη, μάλλον, στην εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνουργίας των «εντυπώσεων». Προοδευτικά, με το πέρασμα των χρόνων και την εκθαμβωτική ανάπτυξη της τεχνολογίας, έχουν δημιουργηθεί δύο επίπεδα «πραγματικότητας», ασύμπτωτα, αλλά (και τα δυο) εμπειρικά: Η πραγματικότητα της αμεσότητας των σχέσεων (συνεχώς φθίνουσα) και η τεχνητή πραγματικότητα των εντυπώσεων.

Όλοι οι άνθρωποι ζούμε συγκεκριμένες ανάγκες βιοπορισμού, ασφάλειας, δημιουργικότητας, ενημέρωσης και αντίστοιχες οδυνηρές ελλείψεις και στερήσεις άκρως οδυνηρές. Κάποιοι (σαφώς οι περισσότεροι) υφίστανται εξαθλιωτικές στερήσεις, ισόβια καταδίκη στην ένδεια, στη χαμοζωή, όμως αντλούν αυτοκαταξίωση με το να μάχονται, φανατισμένα και πεισματικά, υπερασπίζοντας ένα «πολιτικό» κόμμα, μια ποδοσφαιρική ομάδα, μια θρησκευτική ιδεοληψία.

Είναι φανερό, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ότι η ψυχολογική ανάγκη αυτοκαταξίωσης υπερτερεί του βιολογικού ενστίκτου αυτοσυντήρησης – τα τραγικά θύματα του κομματισμού ή του «φιλαθλητικού» φανατισμού είναι άνθρωποι έτοιμοι να θυσιαστούν για το «κόμμα» τους ή την «ομαδάρα» τους. Η τυφλότητα του (βολικού για την «πολιτική») φανατισμού εξυπηρετεί πολύ πιο αποτελεσματικά την ψηφοθηρία. Ζούμε την απώλεια του ουσιωδέστερου ανθρώπινου χαρίσματος – χάσαμε την ικανότητα κριτικής αποτίμησης, ιεράρχησης και αξιολόγησης προσόντων, τα μέτρα εκτίμησης της δημιουργικής ευφυΐας, μας τέρπει η απλοϊκότητα της μετριότητας ή και της μικρόνοιας. Είναι τα χειροπιαστά αποτελέσματα της πιο μακάβριας μετάλλαξης: Υποκαθιστούμε πια, σε όλα τα επίπεδα, την πραγματικότητα με τις τεχνητές εντυπώσεις.

Οι εντυπώσεις κατασκευάζονται για να υπηρετήσουν στόχους χρηστικούς, να διευκολύνουν την ψευδαίσθηση, να πείσουν για την ατομική ωφελιμότητα. Γι’ αυτό και οι κομματικές, οι εμπορικές, οι ιδεολογικές αντιμαχίες απαιτούν μόνο την έγνοια για τα διαφημιστικά «ευρήματα» που θα εντυπωσιάσουν το ανώνυμο, απρόσωπο πλήθος. Η ραδιοτηλεοπτική γλώσσα, με πρώτο στόχο τον εντυπωσιασμό, μπορεί να σαγηνέψει μάζες με πολύ χαμηλό δείκτη ευφυΐας. Χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα, σε κοινωνίες παρακμής, αποφεύγουν να εκλέξουν αρχηγούς προσοντούχους, επιμένουν σε μετριότητες κραυγαλέας ανεπάρκειας. Δεν τους κάνει η Λιάνα Κανέλλη, προτιμούν τον Δημήτρη Κουτσούμπα, ενθουσιάζονται με τη Φώφη Γεννηματά, επιλέγουν τους «ολίγιστους», αφήνουν τους αστραφτερούς στο περιθώριο (Πάγκαλο, Χρύσανθο Λαζαρίδη, Άγγελο Συρίγο).

Δημόσια πρόσωπα έσβησαν με τον παραγκωνισμό τους, ενδεικτική η αχρήστευσή τους. Αλλά με αποτέλεσμα, να μην τολμάει κανείς να μετρήσει δείκτες ευφυΐας στη στελέχωση κυβερνήσεων και κομμάτων. Βυθιζόμαστε στη μικρόνοια, η αξιολόγηση της ανθρώπινης ποιότητας απουσιάζει ασφυκτικά.

Show Comments