Πότε «βεβαία η ελπίς»

Σχηματικά και συμβατικά οριοθετούμε: άλλο το πεδίο της ύπαρξης και άλλο το πεδίο της συμπεριφοράς. Στο πεδίο της συμπεριφοράς ανήκει η συναλλαγή, η ρουτίνα, το συμφέρον, το συνοικέσιο, το ξεφάντωμα. Στο πεδίο της ύπαρξης ανήκει η γενναιοδωρία, το καινούργιο, η δημιουργία, ο έρωτας, η γιορτή.

Ο Δημόκριτος αποφάνθηκε: «βίος ανέορτος, μακρά οδός απανδόχευτος»: Χωρίς εόρτιες παρεμβάσεις, ο ανθρώπινος βίος είναι πεζοπορία μακρά, χωρίς ανάπαυλα σε πανδοχείο. Ποιος μπορεί να μας ποδηγετήσει στη χαρά – πού και ποιο το πανδοχείο της γιορτής; Μάλλον έχουμε χάσει, όχι ξεχάσει, τα σημαινόμενα. Οι μετρήσεις και πιστοποιήσεις αποκρύβουν την πραγματικότητα, παρά τη φανερώνουν.

Ετσι, ο εθισμός μας είναι να αξιολογούμε συμπεριφορές, όχι την ποιότητα (γνησιότητα ή πλαστότητα) της ύπαρξης. Μετράμε, ποιος είναι «καλός» και ποιος «κακός», ποιος ωφέλιμος και ποιος βλαβερός, ποιος αποδοτικός και ποιος λιγόφερνος. Αυτή τη δραματική έκπτωση από την ύπαρξη στη συμπεριφορά την υπέστη η ελληνική κοινωνία με τον εκπροτεσταντισμό της Εκκλησίας της – χάθηκε κάθε ρεαλιστική αναφορά στην ελευθερία από τον θάνατο, αιωρούνται μόνο ρητορεύματα δεοντολογίας του εφήμερου.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα και ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει, αν ο εορτασμός εγγίζει, έστω ελάχιστα, το πεδίο της ύπαρξης ή αν παγιδεύεται, αποκλειστικά και στεγανά, στο πεδίο της συμπεριφοράς. Εθιμικό γλεντοκόπι το Πάσχα, παραδοσιακές γεύσεις, καλό κρασί, ξέγνοιαστο γέλιο και η «γιορτή» χάνεται στο κενό υπαρκτικού αντικρίσματος, «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, του σήμερα και της αχρονίας.

Τα κηρύγματα και οι εόρτιες εγκύκλιοι μιλάνε γλώσσα τόσο ξύλινη όσο κάποτε και η προπαγάνδα του σοβιετικού «παραδείσου». Γλώσσα που προϋποθέτει ατομική κατανόηση, ίσως και «κατ’ επιταγήν» παραδοχή – δηλαδή κενολογία, νοησιαρχικό ιδεολόγημα, το εμπειρικό τίποτα. Ζούμε σαν ξιπασμένοι ολιγογράμματοι, που δεν έχουν τις εμπειρικές προσλαμβάνουσες για να ξεχωρίσουν τη γνώση από την απλή κατανόηση, να βιώσουν και βεβαιώσουν την ύπαρξη όχι με τη σκέψη («σκέπτομαι άρα υπάρχω») αλλά με τη σχέση (γνωρίζω επειδή αγαπώ).

Αν η εμπειρία μάς έπειθε, τους σημερινούς απλώς ελληνώνυμους, για τη διαφορά της γνώσης από την κατανόηση, της αλήθειας από τη χρηστική ορθότητα (διαφορά που συνιστούσε πάντοτε την ταυτότητα των Ελλήνων), η ευτυχία μας δεν θα ήταν αδιέξοδη συνάρτηση μίμησης και πιθηκισμού του υπόκοσμου των χρηματιστηρίων και των νταβατζήδων. Μην ξεχνάμε τη δραματική, άκρως επώδυνη, γι’ αυτό και αποσιωπημένη σύγκριση: Οτι κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Ελληνες είχαν συνείδηση και αξιοπρέπεια άρχοντα, σήμερα δεχόμαστε αδιάντροπα να μας εξευτελίζει ο κάθε τυχαίος Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ ή Τραμπ βυθισμένους σε χρέη και υποθήκες, με συνείδηση ολοκληρωτικά εξαρτημένων τριτοκοσμικών. Κάποτε δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσει ο Ελληνας, τι είναι γι’ αυτόν η μητρική αγάπη, η πατρική ευθύνη, η θυσία για την πατρίδα, η προτίμηση της φτώχειας με έρωτα, όχι του πλούτου με μοναξιά – σήμερα, όσες εξηγήσεις κι αν παπαγαλίσει, θα είναι ιδεολογήματα. Από τη στιγμή που και στην εκκλησία πηγαίνει για να καταλάβει και να διδαχθεί, όχι για να γιορτάσει, η ελληνικότητα έχει χαθεί.

Ξέρω ότι είναι μάταιες όλες αυτές οι «διευκρινίσεις». Η προτεραιότητα της γνωστικής εμπειρίας έναντι της ορθολογικής πληροφορίας είναι πια ένα χαμένο παιχνίδι – η γνώση ταυτίζεται με την κατανόηση, όχι με τη μετοχή στην εμπειρία της σχέσης. Μοναδική, ίσως, παρηγορία για την απώλεια είναι η βραδύτητα των μεταλλάξεων στο πεδίο της ύπαρξης, σε σύγκριση με την ταχύτητα των αλλαγών στο πεδίο της συμπεριφοράς.

Ακόμα και χαμένο το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά, αν είναι θαρραλέα επώδυνο. Ό,τι ζωντανό, προϋποθέτει ωδίνες τοκετού για να γεννηθεί, ό,τι είναι προτεστάντικη δεοντολογία συμπεριφοράς ή αυγουστίνειος (Αυγουστίνου της Ιππώνος) ατομοκεντρισμός, προκύπτει ευκολότερα, επειδή κολακεύει τον ναρκισσισμό μας. Εμπειρική ζωντάνια γεννάει η συμμετοχή σε κοινές και κοινωνούμενες «παραδόσεις»: νηστεία, αναμμένο καντήλι, σταυροκόπημα, η ομορφιά κάποιας Εικόνας, ζύμωμα του πρόσφορου – απαιτεί πράξη η ερωτική σημαντική, όχι διδακτικές παρλαπίπες. Γι’ αυτό και χαοτική η διαφορά της μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός, σε σύγκριση με την ατομική («αξιόμισθη») πειθάρχηση σε οποιαδήποτε θρησκευτική τυπολογία.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα, με την πανδημία του κορωνοϊού να γυμνώνει αδυσώπητα τη Γιορτή από τις φολκλορικές γραφικότητες και τα ψυχολογικά αναπληρώματα. Δεν αφήνει περιθώρια η απειλή του θανάτου για διδακτισμό, δεοντολογίες και αξιολογήσεις της συμπεριφοράς. Καθόλου τυχαία, η εκκλησιαστική γλώσσα της Γιορτής, τόσο της Μεγάλης Παρασκευής όσο και η αναστάσιμη, είναι η μελουργημένη ποίηση, το τραγούδι. Η νίκη καταπάνω στον θάνατο, η προσδοκώμενη «ανάστασις νεκρών», δεν σημαίνεται με τη γλώσσα της Φυσικής Πειραματικής – αυτό ίσως δεν το έχει αντιληφθεί ούτε ο σεβάσμιος αρχιμανδρίτης του καθεδρικού των Αθηνών, που σε κάθε λειτουργία, την ώρα του «κοινωνικού», στήνει αναλόγιο και διαβάζει την ιδεολογική του διακήρυξη που τη λογαριάζει κήρυγμα εκκλησιαστικό.

Ευτυχώς, η δική μας παρακμή δεν υποβιβάζει όσα πολύτιμα διαχειριζόμαστε.

Show Comments