Πασχάλιας δυναμικής αναγόμωση

Η λέξη «πάσχα», μεταμοσχευμένη από τον εβραϊκό στον ελληνικό ορίζοντα, σημαίνει το πέρασμα (διάβαση, μετάβαση) από έναν τρόπο ύπαρξης σε άλλον. Θα λέγαμε, όσο γίνεται πιο απλοϊκά, ότι ο ένας «τρόπος» υπηρετεί την αυτοτέλεια – αυτάρκεια – κολακεία τού εγώ, ο άλλος τρόπος παραιτείται από την προτεραιότητα των εγωτικών απαιτήσεων και ορέξεων, προκειμένου να ενθαρρυνθεί, με συνέπεια, η κοινωνία των αναγκών, η κοινωνία των σχέσεων, η χαρά της φιλαλληλίας και της αυταπάρνησης.

Για τον λαό των Εβραίων, πάσχα (πέρασμα) ήταν η γιορτή και πανήγυρις για την απελευθέρωσή τους από τον ζυγό της υποδούλωσης στους Αιγυπτίους, η θριαμβική επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη – η ελευθερία να συνεχίζουν την ιστορική τους ύπαρξη. Αντίστοιχα, για τους Χριστιανούς, «πάσχα» είναι το κορύφωμα των εορτών: εορτασμός και πανήγυρις ελευθερίας του ανθρώπινου γένους, ελευθερίας από τη θνητότητα, χάρη στην ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Ο θρίαμβος της χαράς ανθίζει, χάρη στην πίστη-εμπιστοσύνη, βεβαιότητα για την ελευθερία από τον θάνατο, την εμπειρική ψηλάφηση των ερεισμάτων αυτής της ελπίδας.

Η γλωσσική εικονολογία αντλείται από τη διαχρονικά αμετάβλητη εμπειρία της φυσικής σποράς: Ο σπείρων σπέρνει σπέρμα «επ’ ελπίδι». Δεν μπορεί να παρέμβει στη διαδικασία της βλάστησης και της καρποφορίας. Μόνο εμπιστεύεται τη ζωτική δύναμη του σπόρου. Και η ορατή διαδικασία (στην οποία ο σπορέας δεν μπορεί να επέμβει παρά μόνο με την πίστη-εμπιστοσύνη του) ξεκινάει από τη σήψη του σπόρου, την αποσύνθεσή του, τον θάνατο. Ο σπόρος θα σαπίσει και θα διαλυθεί μέσα στο χώμα, μεταθέτοντας τη ζωτική του δύναμη στο βλάστημα που προκύπτει από τον δικό του θάνατο και που είναι μια άλλη, καινούργια σάρκα φυτού, ικανού να καρποφορήσει «καρπόν εκατονταπλασίονα».

Η εικόνα λειτουργεί ανεξάρτητα από παραστάσεις επικαιρικού κοσμοειδώλου – ανεξάρτητα και από τις γνώσεις που έχουμε σήμερα για όσες βιοχημικές διεργασίες καθορίζουν το πέρασμα από τον σπόρο στο καινούργιο βλάστημα. Αποσπά τη μεταφυσική ερμηνεία από τη διανοητική περιέργεια, την επικεντρώνει στο άθλημα της πίστης-εμπιστοσύνης. Ο πιστός παραδίδεται στον θάνατο, όπως παραδίδει και τον σπόρο (την ελπίδα της τροφής-ζωής του) στην αγκαλιά της γης. Ή, όπως και ο ίδιος παραδίνεται στον ύπνο που θα τον απαλλάξει από τον κάματο, με τη βεβαιότητα της ελπίδας ότι θα εγερθεί και πάλι στην αμεσότητα των σχέσεων.

Είτε για τη σπορά πρόκειται είτε για τον ύπνο, μπορεί ο άνθρωπος να εμπιστεύεται αυτονόητα ή τη δεδομένη και ανερμήνευτη φύση ή τον Δημιουργό-Λόγο της φύσης. Πάντως, αυτή η εμπιστοσύνη της ελπίδας είναι εμπειρική-βιωματική βεβαιότητα: το είδος της «γνώσης» που μας επιτρέπει την πρόσβαση στη μεταφυσική. Αν είναι η αγάπη του Δημιουργού (και όχι η τυχαιότητα) που προνόησε να χαρίσει στη φύση του σπόρου τη βλαστική δύναμη και στη φύση του ανθρώπου την αναγεννητική ανάπαυση του ύπνου, στην ίδια αγάπη εμπιστεύεται ο πιστός την παράδοσή του στον θάνατο.

Το είδος της «γνώσης» που λειτουργεί ως πίστη-εμπιστοσύνη, δεν απαντάει στη διανοητική περιέργεια ούτε την εξαλείφει. Τα ερωτήματα παραμένουν: «Πώς εγείρονται οι νεκροί, ποίω δε σώματι έρχονται;» – «Πώς εκτός του εν ω το είναι εκομίσατο, ο άνθρωπος, συνίστασθαι πέφυκε;». Ερωτήματα αναπάντητα, αλλά, για τον πιστό, δίχως την αβεβαιότητα-ανασφάλεια της άσχετης ανελπιστίας. Η πίστη επιτρέπει να απορείς, ενώ γνωρίζεις ότι μπορείς να εμπιστεύεσαι. Την εμπιστοσύνη τη γνωρίζεις με την εμπειρική αμεσότητα του κατορθώματος της σχέσης. Ρωτάς για το άγνωστο προς το οποίο βαδίζεις, χωρίς την αγωνία του ενδεχόμενου υπαρκτικού κενού, της απειλής του μηδενισμού σου.

Η εκκλησιαστική εμπειρία δυσπιστεί στα υποκειμενικά βιώματα, ακόμα και στο βίωμα της καταφυγής στη θεία πρόνοια. Επιμένει στον ρεαλισμό της κοινωνούμενης και κοινωνικά επαληθευόμενης σχέσης. Ο Παύλος συνοδεύει την αναφορά του στην εικόνα της βλαστικής μεταλλαγής του σπόρου με την ιστορική πιστοποίηση της ανάστασης του Χριστού. Η γνώση της ανάστασης του Χριστού δεν εξαντλείται στην υποκειμενική (νοητική, ψυχολογική) αποδοχή της ιστορικής πληροφορίας. Είναι εμπειρία κοινωνούμενης και κοινωνικά επαληθευόμενης εμπιστοσύνης (πίστης) στην υπαρκτική δυνατότητα της ανάστασης – εμπειρία που συγκροτεί (και συνέχει διαχρονικά) την εκκλησιαστική κοινωνία των σχέσεων.

Μιλάμε για «σώμα» εκκλησιαστικό, για σχέσεις κοινωνίας ανάλογες με αυτές που συνδέουν μεταξύ τους τα μέλη του σάρκινου κορμιού μας σε οργανική ζωτική ενότητα. Είναι «τρόπος υπάρξεως» αυτή η ζωτική σχέση. Όχι να υπάρχεις και επιπλέον να αγαπάς, αλλά να υπάρχεις επειδή αγαπάς και στο ποσοστό που κοινωνείς αγαπητικά την ύπαρξή σου. Να αντλείς ύπαρξη όχι από την κτιστή φύση, αλλά και από την απεριόριστη σχέση: τη σταυρική-αγαπητική ανταπόκριση στην κλήση. Εκείνου που σε ανάστησε από το μηδέν και εξακολουθεί να σε καλεί «εκ του μη όντος εις το είναι».

Show Comments