«Εξ αντιθέτου» γνησιότητα

Μ​​ε αφορμή τη Μεγαλοβδομάδα που ξεκινάει σήμερα, αξίζει να διερωτηθεί κανείς πώς και γιατί συντηρούμε οι άνθρωποι τόσα νεκρά κελύφη κάποιων άλλοτε ζωντανών (πλούτου ζωής) θησαυρισμάτων. Οχι μόνο θεσμοποιημένες γιορτές, αποστραγγισμένες από κάθε εμπειρία εόρτιας χαράς. Συντηρούμε και σαν τάχα «πολιτική», θεσμοποιημένα βρωμερά παιχνίδια ακόρεστης εξουσιολαγνείας και ευτελέστατου ναρκισσισμού. Λογαριάζουμε σαν «γάμο», στυγνές συμβάσεις χρησιμοθηρίας ή εξισορρόπησης ορέξεων. Εξωραΐζουμε σαν τάχα «παιδεία», έναν χρηστικό εξοπλισμό με πληροφορίες εξυπηρετικές βιοποριστικής αποτελεσματικότητας. Και πάει λέγοντας.

Γεννάει νέκρα και πολύ βασανισμό αυτή η υποκατάσταση της αλήθειας και της ζωής από νεκρά κελύφη. Δεν το καταλαβαίνουμε οι πολλοί, υπνωτισμένοι από ηδονικά παραισθησιογόνα. Ακόμα και ο ιδεολογικός εξωραϊσμός της δραματικής απώλειας γεννιέται και θεσμοποιείται ερήμην μας σαν «υπεραναπλήρωση» (overcompensation λένε οι ψυχολόγοι) της στέρησης.

Ισως το «κλειδί» των κοσμογονικών αλλαγών είναι το ανεπίγνωστο πέρασμα από τη σχέση στη χρήση και η ευκολία που η χρήση γίνεται εξουσιασμός, κυριαρχία. Για να είναι αποτελεσματική η χρήση των υλικών δεδομένων, πρέπει να τα «σεβαστεί» ο άνθρωπος, δηλαδή να σχετιστεί μαζί τους, όχι να τα κυριαρχήσει – για να ανάψεις το λαδολύχναρο ή τη φωτιά στο τζάκι, είναι απαραίτητο να προσαρμοστείς στις ιδιαιτερότητες των υλικών, να παραιτηθείς από τη δική σου προτίμηση ή ευκολία, να «βγεις» (ελευθερωθείς) από τις προτεραιότητες του εγώ.

Μόλις πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, οι άνθρωποι της αγροτικής κοινωνίας ζούσαν αυτή την ανεπίγνωστη αυτοπαραίτηση, την ελευθερία από το εγώ, αυτονόητα, αυθόρμητα, χωρίς την παραμικρή αίσθηση κατορθώματος και αξιομισθίας. Ηξεραν τη σχέση από την πρακτική της καθημερινότητας, γι’ αυτό και μπορούσαν να γιορτάσουν και να ερωτευθούν. Φυσικά, οι εκ των υστέρων αυτές πιστοποιήσεις είναι μόνο ενδεικτικές, φωτίζουν την πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν ισοπεδώνουν εξομοιωτικά το παρελθόν.

Με αντίστοιχη ενδεικτική εικονολογία θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στις σημερινές κοινωνίες μας, ένα παιδί μεγαλώνει με ψευδαισθήσεις ατομοκεντρικής παντοδυναμίας, με εμπειρίες όχι σχέσης, αλλά επιβολής, κυριαρχίας: Πατάει ένα κουμπί και έχει φως, ένα άλλο κουμπί και έχει θερμότητα, ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έχει μουσική, εικόνα, πληροφορία. Δεν ξέρει να σχετίζεται, ξέρει να εντέλλεται και να εισπράττει άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών του.

Γι’ αυτό και το σημερινό παιδί, όταν φτάσει η ώρα του να ερωτευθεί, δεν ξέρει, όπως δεν ξέρει και να γιορτάσει. Νομίζει ότι επειδή το θέλει, θα πατήσει ένα κουμπί και θα του χαριστεί ο έρωτας, δηλαδή η αμοιβαιότητα, επομένως η γιορτή. Το κεντρικό κουμπί για όλα (ο γενικός διακόπτης) είναι το «δικαίωμα», η μαγική λέξη της εποχής μας, το «άμπρα - κατάμπρα» της Νεωτερικότητας. Το «δικαίωμα» είναι η κάρτα ελεύθερης εισόδου στα πάντα, αλλά εισόδου μοναχικής, σε βίο ανέραστο και γι’ αυτό ανέορτο, σε νομοτελειακή μοναξιά.

Στον ανέραστο - ανέορτο βίο είναι άγνωστη η ιερότητα. Η λέξη παραπέμπει σε «μεταφυσική», δηλαδή φαντασιώδη ποιότητα ή ιδιότητα, ενώ, τουλάχιστον για τους Ελληνες, «ιερό» ήταν ό,τι φανερώνει την αλήθεια των υπαρκτών, τον λόγο-νόημα, αιτία και σκοπό της ύπαρξης. Σήμερα «αλήθεια» λογαριάζουμε την ορθότητα, τη σωστή κατανόηση, την ακριβή πληροφορία, το αποτέλεσμα της αποδεικτικής διαδικασίας. Και ως «ιερό» καταλαβαίνουμε το ανερμήνευτα «υπερβατικό», που μόνο ψυχολογική επιλογή «πεποιθήσεων» μπορεί να αντιπροσωπεύει, κανένα ενδεχόμενο για εμπειρία σχέσης με πραγματικά δεδομένα, για μετοχή σε εμπειρία εόρτια, δηλαδή ερωτική.

Με αφορμή τη Μεγαλοβδομάδα που ξεκινάει σήμερα, αξίζει ίσως μια υπενθύμιση για την απόσταση που χωρίζει τα νεκρά κελύφη των «πεποιθήσεων», διανοημάτων και συναισθημάτων, από τα θησαυρίσματα πλούτου βιωμάτων και χαράς που προσπόριζε η εόρτια ερωτική εμπειρία. Εύκολα επισημαίνεται η διάκριση, δύσκολα, πολύ δύσκολα, πιστοποιείται. Κάποτε η διαφορά του εκκλησιαστικού γεγονότος (των εμπειρικών θησαυρισμάτων εόρτιας χαράς) από τη θρησκευτική νοησιαρχία και ηθικολογία περίττευε να επισημανθεί, η ταύτιση του λαϊκού βιώματος με το εκκλησιαστικό γεγονός ήταν δεδομένη.

Η μετοχή ήταν πράξη και είχε το προβάδισμα. Δεν προηγούνταν οι «πεποιθήσεις», ατομικά επιλεγμένες, για να ακολουθήσουν οι πρακτικές συνέπειες. Πρώτευε η καθολικότητα της εμπειρικής μετοχής που απέκλειε την οίηση της εγωτικής αξιομισθίας. Κάθε σπίτι ήταν αυτονόητο να ανάβει καντήλι στα εικονίσματα, να νηστεύει η φαμίλια στις εκκλησιαστικές νηστείες, η κυριακάτικη λειτουργία ήταν «γιορτή», όχι ευσεβές καθήκον: το κεντρικό κοινωνικό γεγονός της εβδομάδας.

Σήμερα το αντιφατικό επινόημα που το ονομάζουμε «εκκλησιαστική διοίκηση», μόνο με το όνομά του υποκαθιστά το σώμα της Εκκλησίας με μιαν αντίληψη που μοιάζει περισσότερο με κόμμα, ιδεολογική παράταξη, κοινωφελές υπουργείο. Προπαγανδίζει ατομικές πεποιθήσεις και χρησιμοθηρική ηθική, τη γιορτή σαν καθήκον, τη μετοχή σαν αξιόμισθη συμμόρφωση, τη σωτηρία σαν ιδιοτέλεια.

Η οδύνη όμως για τη διαστροφή γιγαντώνει τη δίψα για γνησιότητα.

Show Comments