Ακόμα δεν γίναμε κράτος

Τι σημαίνει και τι αντιπροσωπεύει για την εμπειρία του Νεοέλληνα ο όρος «δημόσιος τομέας», είναι γνωστό. Στην πρωταρχική του χρήση ο όρος σηματοδοτεί μέγιστη κοινωνική κατάκτηση: Τη δυνατότητα μιας κοινωνίας να οργανώνει και να θεσμοποιεί λειτουργίες κοινής ωφέλειας, διακονίας των αναγκών κάθε πολίτη, προσφοράς υπηρεσιών σε κάθε πολίτη. Να βεβαιώνει έμπρακτα την προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας έναντι της ατομικής ιδιοτέλειας, της αυθαίρετης ανισότητας στη χρήση των κοινωνικών αγαθών, της εγωκεντρικής απληστίας του κέρδους. Η δημοκρατία δεν απαγορεύει στον ιδιώτη να εμπορευθεί ελεύθερα ακόμα και κοινωνικές λειτουργίες, όπως η παιδεία, η υγειονομική περίθαλψη, οι συγκοινωνίες, η πληροφόρηση. Όμως είναι κατάκτηση μιας κοινωνίας να οργανώνει θεσμούς αντίστασης στην εμπορία των ανθρώπινων αναγκών, στην εκμετάλλευσή τους από ιδιοτελή συμφέροντα.

Γι’ αυτό και όσο ευρύτερος είναι ο δημόσιος τομέας τόσο σαφέστερη η ανάπτυξη της κατά κεφαλήν καλλιέργειας σε μια κοινωνία, ο περιορισμός του πρωτογονισμού της εγωτικής αυτοσυντήρησης και επιθετικότητας. Όταν ο διευρυμένος δημόσιος τομέας είναι κοινωνική κατάκτηση (όχι στανική επιβολή μιας ιδεολογίας), τότε ο δημόσιος υπάλληλος είναι πραγματικά κοινωνικός λειτουργός. Έχει συνειδητά αποφασίσει ότι επιλέγει να υπηρετήσει στον βίο του πρώτα το κοινό και ύστερα το ιδιωτικό του συμφέρον.

Στο πλαίσιο του πολιτισμού της νεωτερικότητας, θεμελιωμένου στην ατομοκρατία και φυσιοκρατία της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, τα περιθώρια των κοινωνιοκεντρικών προτεραιοτήτων ήταν εξ ορισμού υπονομευμένα. Το όραμα της «κοινωνίας των πολιτών», του «κράτους πρόνοιας» ή, ακόμα, και της «αταξικής κοινωνίας» αιωρήθηκε από την αρχή σε ένα πελώριο ανθρωπολογικό κενό, σε τρομακτικό έλλειμμα «νοήματος» των σχέσεων κοινωνίας. Μπήκαμε στον 21ο αιώνα και οι μηχανιστικές «κοινωνιοκεντρικές» επιδιώξεις αποδείχνονται χιμαιρική ουτοπία, σαρώνονται από την καταιγιστική υστερία της «ιδιωτικοποίησης» των πάντων, τον ασύδοτο θρίαμβο του οικονομικού «φιλελευθερισμού», της απολυτοποιημένης ατομοκρατίας.

Αλλά το δύσκολο ερώτημα είναι για την Ελλάδα. Η ελληνική κοινωνία υποτίθεται ότι βγαίνει από μακραίωνη παράδοση πολιτισμού στους αντίποδες της δυτικής ατομοκρατίας, του ειδωλοποιημένου cogito. Εχει πίσω της ιστορικούς εθισμούς κοινοτισμού, προτεραιότητας των σχέσεων κοινωνίας, μια μεταφυσική νοηματοδότηση της λαϊκής συνείδησης και πράξης, θεμελιωμένη στην οντολογία του «προσώπου», στο άθλημα των διαπροσωπικών σχέσεων. Η ορθόδοξη ασκητική καλλιεργήθηκε στο λαϊκό βίωμα και στο απαρόμοιαστο κάλλος της λατρευτικής τέχνης ως άθλημα ελευθερίας από τον εγωτικό ηθικισμό, αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, αγαπητικής διακονίας του λαϊκού σώματος.

Γιατί, λοιπόν, στην Ελλάδα, από τη σύσταση κιόλας του συμβατικού μας κρατιδίου, η λειτουργία του δημόσιου τομέα να εμφανιστεί με αναποδογυρισμένους τους όρους του πρωταρχικού κοινωνιοκεντρικού νοήματος; Επιδιώκουμε, με κάθε τρόπο, οι Νεοέλληνες να διοριστούμε στο δημόσιο, όχι για να υπηρετήσουμε τις κοινές ανάγκες και κοινωνικές προτεραιότητες, αλλά μόνο και αποκλειστικά για την ιδιοτελή κατασφάλισή μας: Να είμαστε ισόβια αμειβόμενοι από τον μόχθο των άλλων, για τη θέση που κατέχουμε και όχι για το έργο που παράγουμε. Ανεξέλεγκτοι στη φυγοπονία μας ή στην ανικανότητά μας, με εξασφαλισμένη ατιμωρησία, ακόμα και για εγκληματικές παραλείψεις ή απάνθρωπη συμπεριφορά. Ασύδοτοι στις συνδικαλιστικές μας διεκδικήσεις, ξεδιάντροποι στη ραθυμία μας, βάναυσοι στον αυταρχισμό μας.

«Έφυγεν ο Τούρκος και ήρθεν ο δημόσιος υπάλληλος» – αυτή η φράση προσδιόρισε καίρια, στη μετεπαναστατική Ελλάδα, τον ρόλο και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα. Ως σήμερα ο δημόσιος τομέας, σε μέγιστο βαθμό, ήταν και είναι το θεσμικό πλαίσιο απροκάλυπτης τυραννίας και βασανισμού του πολίτη. Οποιος βρεθεί μέσα στην κόλαση μιας εφημερίας κρατικού μας νοσοκομείου, νοσηλευτεί κάποιο διάστημα εκεί, καταλαβαίνει ότι η λαμπρή πνευματική μας παράδοση, η καύχηση για τον λαϊκό πολιτισμό μας, το νταϊλίκι των «μολών λαβέ» και των ηρωισμών μας, είναι όλα παραισθησιογόνες διαφυγές από την άθλια κοινωνική μας πραγματικότητα. Μόνο ο εισαγγελέας μπορεί να ανακουφίσει την απόγνωσή μας, όχι η «ευγενική» μας ελληνική καταγωγή.

Είναι μάταιο να εκφράζεις επιφυλάξεις για τη σοβαρότητα αποφάσεων, επιλογών ή ενεργημάτων, όταν είναι δεδομένη η απουσία κοινών κριτηρίων αποτίμησης. Δεν έχει νόημα να υποδείξεις σε έναν νικητή εκλογών ότι στο επιτελείο των άμεσων συνεργατών του πλεονάζουν άνθρωποι που δεν είναι σοβαροί. Οτι δεν είναι και ο ίδιος σοβαρός όταν κομπάζει για περιθωριακά επιτεύγματα ή εξαντλείται σε γενικόλογες επαγγελίες, τη στιγμή που τα πρώτιστα και ουσιώδη κραυγάζουν άλυτα. Οτι αρκεί η υπουργοποίηση ενός και μόνο Δελαπατρίδη, για να ακυρώνεται η όποια σοβαρότητα του σύνολου κυβερνητικού έργου. Οτι είναι κωμικό, στους αντίποδες της στοιχειώδους σοβαρότητας, να εξαγγέλλονται σαν «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» ή σαν «εθνικό σύστημα υγείας» ή σαν «βελτίωση των παρεχόμενων στους πολίτες υπηρεσιών», πρόχειρα και επιπόλαια καμώματα ανθρώπων απαράσκευων, πειθαρχημένων στη σκοπιμότητα της δημιουργίας εντυπώσεων, και επιπλέον ατάλαντων.

Θέλει πολύ κουράγιο για να συντηρείται ελπίδα ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού.

Show Comments