Το «νυν» του έρωτα

Η Πρωτοχρονιά ευνοεί αφυπνιστικά ερωτήματα. Αφυπνιστικά στην πραγματικότητα, δηλαδή στη ζωή πέρα από τις εντυπώσεις και τα αισθήματα, πέρα από τον εγκλωβισμό στις αμυντικές του εγώ ψευδαισθήσεις, στην αποχαυνωτική παραισθησιογόνο επικαιρότητα.

Κάθε Πρωτοχρονιά αλλάζει με κοινή σύμβαση (σήμερα πανανθρώπινη) ένας αριθμός – μετράμε συμβατικά τον χρόνο. Ομως, αν και σε πολιτισμό μαχητικού θετικισμού (όπου μοιάζει τίποτε να μην είναι πιο επαίσχυντο από τη μεταφυσική) με μύριους τρόπους στον κοινωνικό βίο η Πρωτοχρονιά προπαγανδίζεται σαν πραγματική αλλαγή, όχι ως συμβατική αρίθμηση. Περιμένουμε να φέρει «ο καινούργιος χρόνος» (σαν παραμυθένιος Αϊ-Βασίλης) υγεία, καταναλωτική ευωχία, ευνοϊκές συγκυρίες, αποτελεσματικούς ηγέτες, συναρπαστικούς έρωτες – τη μαγική μεταμόρφωση της πραγματικότητας.

Ισως η υπερβολή προπαγανδισμού των ψευδαισθήσεων να προκαλεί τα αφυπνιστικά ερωτήματα: Τι είναι αλήθεια ο χρόνος; Συμβατική η αρίθμηση, αλλά ποιο πραγματικά το αριθμούμενο; Ζούμε τα πάντα σαν «ροή» από το πριν στο μετά, την πραγματικότητα σαν ενεργούμενο γίγνεσθαι που καταπίνει το παρελθόν γεννώντας αδιάκοπα μέλλον. Μετράμε ρεαλιστικά τον χρόνο όχι τόσο με Πρωτοχρονιές όσο στο ίδιο μας το κορμί: Τον μετράμε με το ανάστημα από του παιδιού στου έφηβου, από του έφηβου στου ενήλικα, με το σφρίγος, την αλκή και τη βαθμιαία κάμψη, ψηλαφούμε τον χρόνο στην ανεπαίσθητη φθορά, σε ρυτίδες, γκρίζα μαλλιά, άσπρα μαλλιά, τον μετράμε με τις απουσίες που σπέρνει γύρω μας ο θάνατος.

«Πάσχει από τον χρόνο το κάθε τι», είπε ο Αριστοτέλης, και όπως συνηθίσαμε να λέμε, όλα τα λιώνει ο χρόνος κι όλα τα γερνάει, φέρνει λησμοσύνη, δεν συντηρεί τη μάθηση, δεν φέρνει νεότητα ούτε ωραιότητα. Αίτιος φθοράς στην πραγματικότητά του ο χρόνος». Είκοσι πέντε αιώνες από τον Αριστοτέλη και ακόμη παλεύουμε το ερώτημα: τι είναι πραγματικά αυτή η «ροή» μεταβολής, άσχετα με ποια σύμβαση την αριθμούμε. Η πρόοδος της επιστήμης, η ιλιγγιώδης τεχνολογική ανάπτυξη της έρευνας, πόσο φως έριξαν στο αινιγματικό αυτό δεδομένο της κοινής εμπειρίας μας;

Ωκεανός τα όσα έχουν γραφτεί, τα έγκυρα και σοβαρά. Συμπτωματικά και μόνο ξεχωρίζω σήμερα ένα καλογραμμένο και εύληπτο βιβλίο της Rebecca Goldstein, Αιχμάλωτος των μαθηματικών (O Kurt Gödel και το θεώρημα της μη-πληρότητας - Incompleteness), καλομεταφρασμένο στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Τραυλός. Διαβάζω εκεί:

«Ο Αϊνστάιν πίστευε πως η θεωρία του αναπαριστά την αντικειμενική φύση του χωρόχρονου, που είναι πολύ διαφορετική από την ανθρώπινη υποκειμενική αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Εμείς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο σαν να κινείται αδιάκοπα προς μια κατεύθυνση: μας απομακρύνει από το παρελθόν και μας φέρνει πιο κοντά στο μέλλον. Αντίθετα, στη θεωρία της σχετικότητας ο χρόνος δεν κυλάει, αλλά ως τέταρτη διάσταση είναι στατικός όπως ο χώρος».

Μοιάζει να υπάρχουν δύο δυνατές «στάσεις» απέναντι στην πραγματικότητα, που οδηγούν και σε δύο διαφορετικές θεωρήσεις του χρόνου: η πρώτη είναι η ενεργός σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα, σχέση όχι απλώς νοητική - συνειδησιακή, αλλά ρεαλιστικό γίγνεσθαι υπαρκτικής εξάρτησης του ανθρώπου από τον κόσμο: προσλαμβάνει ο άνθρωπος τροφή, οξυγόνο, υλικά για την αυτοπροστασία του και τις κατασκευές του, είναι μια ζωτική σχέση, οργανική πρόσληψη και αφομοίωση του κόσμου στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου – χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Είναι η σχέση την οποία μετράει ο χρόνος, το γίγνεσθαι το αριθμούμενο από τον χρόνο.

Η δεύτερη «στάση» συνοψίζεται στην «αντικειμενικότητα» του Αϊνστάιν: ο ανθρώπινος νους συλλαμβάνει «τον αχανή κόσμο που υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς τους ανθρώπους και στέκει μπροστά μας σαν μεγάλο αιώνιο αίνιγμα ή πρόκληση να το κατανοήσουμε, τουλάχιστον εν μέρει, με τη σκέψη και την παρατήρηση» (Goldstein).

Τότε συλλαμβάνουμε τον χρόνο σαν στατική διάσταση ενός τετραδιάστατου συνεχούς έξω από κάθε γίγνεσθαι σχέσης και πέρα από τα ερωτήματα που θέτει η δυναμική της σχέσης.

Το καίριο από τα ερωτήματα είναι γιατί η ζωτική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο να «χρονούται» ως φθορά. Ενώ συνιστά υπαρκτική προϋπόθεση για την ατομική οντότητα του ανθρώπου, η ίδια αυτή σχέση φθείρει βαθμιαία την ατομικότητα, τη συντονίζει υπαρκτικά με την προοδευτική φθορά κάθε οντικής ατομικότητας – τη φθορά που μετριέται ως χρόνος. Μοιάζει η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο να έχει το «τέλος» της (τον ουσιώδη σκοπό της) έξω ή πέρα από το ίδιο της το γίγνεσθαι: μοιάζει να κατατείνει σε μια ανέφικτη πληρότητα, σε μιαν απραγματοποίητη «διάρκεια» ζωής.

Ετσι ο χρόνος μετράει κάτι που αδιάκοπα γίνεται και αδιάκοπα αναιρείται: τη δυναμική πραγματοποίηση αλλά και «τελική» αποτυχία και αποργάνωση της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο. Η σχέση πραγματοποιείται ως υπαρκτική δυναμική ζωής και ταυτόχρονα ως αστοχία ζωής: ως φθορά και συνοχή της ύπαρξης στη διαρκή περατότητα του θανάτου.

Πάντως, δεν είναι ο χρόνος που προηγείται σαν οντολογικά αυτόνομο αντικειμενικό δεδομένο, αναγκαιότητα αιτιοκρατικών συσχετίσεων με απεριόριστη αινιγματική διάρκεια. Αλλά είναι το γεγονός της σχέσης που προηγείται ως ο τρόπος της ύπαρξης των υπαρκτών, κίνηση αναφορικότητας που μετριέται ως χρόνος. Και στην περίπτωση των λογικών όντων η σχέση δεν είναι απλώς συσχετισμός, συγκριτική ποσοτικών και ποιοτικών διαφοροποιήσεων ή αναγκαιότητα αλληλεξαρτήσεων. Τα λογικά όντα βιώνουμε τη σχέση ως το μοναδικό «πεδίο» όπου γίνεται δυνατή η ελευθερία από την αναγκαιότητα, η θελητική ετερότητα ως προς την ομοτροπία της φύσης. Μόνο στη σχέση υπερβαίνουμε τη νομοτέλεια των πανομοιότυπων ενστικτωδών ενορμήσεων, μόνο στη σχέση ο άνθρωπος μπορεί να υπάρχει όχι ως αδιαφοροποίητο άτομο μιας φυσικής ομοείδειας, αλλά ως πρόσωπο: δυναμικά ενεργούμενη μοναδικότητα και ανομοιότητα.

Η σχέση επιτρέπει την αυθυπέρβαση του φυσικού ατόμου, την ανιδιοτέλεια, δηλαδή την ελευθερία από το εγώ, την αγάπη ως άθλημα υπαρκτικής ελευθερίας. Και η αγάπη, η αλήθεια του έρωτα, δεν γνωρίζει τη φθορά από το πρότερον στο ύστερον. Συγκροτεί το «νυν» ως διάρκεια. Ισως από την ερωτική εμπειρία του «νυν» να φωτίζεται το αίνιγμα του χρόνου.

Show Comments